- φάρυγγας
- (Ανατ.). Σωληνοειδής ανατομικός σχηματισμός, που βρίσκεται μπροστά από την αυχενική μοίρα της σπονδυλικής στήλης· επάνω φτάνει έως τη βάση του κρανίου και επικοινωνεί μπροστά με τις κοιλότητες της μύτης και του στόματος, στα πλάγια με το μέσον ους μέσω των ευσταχιανών σαλπίγγων· και κάτω συνεχίζεται με τον λάρυγγα προς τα εμπρός και με τον οισοφάγο προς τα πίσω.
Ο φ. έχει μυομεμβρανώδη τοιχώματα, που καλύπτονται με βλεννογόνο πλούσιο σε λεμφοζίδια· λειτουργικά αποτελεί ένα αρχικό τμήμα κοινό στις αεροφόρους οδούς και στον πεπτικό σωλήνα και συμμετέχει στη λειτουργία της ομιλίας και της κατάποσης.
* * *ο / φάρυγξ, -υγος και -υγγος, ΝΜΑ, και φάρυξ Αανατ. μυομεμβρανώδης πόρος που εκτείνεται από τη βάση τού κρανίου έως το κάτω χείλος τού κρικοειδούς χόνδρου, όπου συνεχίζεται με τον οισοφάγονεοελλ.1. (συγκρ. ανατ.) το πρόσθιο τμήμα τού πεπτικού συστήματος, όταν αυτό είναι μυώδες, όπως συμβαίνει σε αρκετές ομάδες ασπονδύλων, όπως είναι τα κνιδόζωα, τα ανθόζωα, τα κτενοφόρα, τα τροχόζωα, οι νηματώδεις, οι ολιγόχαιτοι και τα βδελλοειδή, τα εξώπρωκτα, ορισμένα μαλάκια, τα ονυχοφόρα, ορισμένα αρθρόποδα και ορισμένα εχινόδερμα, τμήμα το οποίο έχει αποκτήσειμια πρόσθετη, αναπνευστική λειτουργία και φέρει βραγχιακές δομές σε όλα τα προχορδωτά καθώς και στα υδρόβια σπονδυλόζωα, όπως είναι οι κυκλόστομοι, τα ψάρια και οι προνύμφες τών αμφιβίων2. ζωολ. τμήμα τού πρόσθιου εντέρου τών εντόμων, που αποτελεί συνέχεια τού στόματοςαρχ.1. ο οισοφάγος, σε αντιδιαστολή προς τον λάρυγγα2. ολόκληρος ο αναπνευστικός σωλήνας, σε αντιδιαστολή προς τον οισοφάγο («ἀλλά μὴν κεκραξόμεσθά γ' ὁπόσον ἡ φάρυγξ ἂν ἡμῶν χανδάνῃ», Αριστοφ.)3. ο λαιμός, ο τράχηλος4. το δέρμα που κρέμεται κάτω από τον λαιμό τών βοδιών, λωγάνιον*5. στον πληθ. οἱ φάρυγγεςτα νοσήματα τού φάρυγγα6. μτφ. λαίμαργος άνθρωπος («ὦ μιαρὰ φάρυγξ», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φάρ-υξ ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *bhŗ- τής ΙΕ ρίζας *bher- «κατεργάζομαι με αιχμηρό εργαλείο, κόβω, τρυπώ, σκάβω» (πρβλ. φάρος [III], φάραγξ) και εμφανίζει επίθημα σε *-u-g-, πρβλ. λατ. frumen «οισοφάγος» (< *frug-smen < *bhr-u-g-), αρμ. erbuc «στήθος» (< *bhrug-). Στην ίδια ρίζα ανάγεται και η λ. φάραγξ*, η οποία χρησιμοποιείται για τα ρήγματα, τις χαράδρες τών βουνών και γενικώς για εδαφικές κοιλότητες. Ανάλογη εξέλιξη από σημ. «φάρυγγας» σε σημ. «χαράδρα» παρατηρείται και σε τ. άλλων γλωσσών, πρβλ. λατ. fauces, γερμ. Schlund, γαλλ. gorge. Τέλος, αρχικός τ. είναι ο τ. φάρυξ, ενώ ο τ. φάρυ-γ-ξ είναι μτγν. και προήλθε αναλογικά προς το λάρυ-γ-ξ].
Dictionary of Greek. 2013.